- θρῃσκευομένη
- θρησκεύωperform religious observancespres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρησκευομένη — θρησκεύω perform religious observances pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλγκαζέλ ή Αλ Γκαζάλι — (Αμπού Χάμετ Μοχάμετ Αλ Γκαζάλι, Τους Νελ Κορασάν, Ιράν 1058 – 1111). Άραβας φιλόσοφος, θεολόγος και νομικός. Ο A.Γ. υπήρξε υπερασπιστής της μουσουλμανικής ορθοδοξίας εναντίον της επιρροής της ελληνικής φιλοσοφίας στον ισλαμικό χώρο και της… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ματθίλδη της Κανόσα — (Matilde di Canossa, 1046 – 1115). Κόμισσα της Τοσκάνης, κόρη του μαρκήσιου Βονιφάτιου Β’ της Τοσκάνης και της Βεατρίκης της Λορένης. Αρχικά παντρεύτηκε τον Γοφρέδο Μπαρμπούτο και έπειτα τον Γουέλφο Ε’ της Βαυαρίας. Υπήρξε η μοναδική κληρονόμος… … Dictionary of Greek